- γεώφιλος
- (geophilus). Γένος χερσόβιων αρθροπόδων της ομοταξίας των χειλοπόδων, της οικογένειας των γεωφίλων. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό και αποτελείται από την κεφαλή και πολλά μεταμερή τμήματα (μεταμερίδια), ο αριθμός των οποίων ποικίλλει ανάλογα με το είδος, από 40 έως 90. Κάθε μεταμερίδιο φέρει δύο βαδιστικά άκρα· το πρώτο από αυτά έχει διαφοροποιηθεί σε συλληπτήριες αγκύλες, οι οποίες έχουν δηλητηριώδεις αδένες. Ο γ. είναι νυχτόβιος, αν και δεν έχει μάτια. Την ημέρα κρύβεται σε υγρούς και σκοτεινούς χώρους, ενώ τη νύχτα ψάχνει για έντομα, αράχνες, σκουλήκια και σαλιγκάρια, με τα οποία τρέφεται. Οι γ. είναι διασπαρμένοι στις διάφορες ηπείρους, αλλά αφθονούν ιδιαίτερα στην ισημερινή Αφρική. Στην κεντρική Ευρώπη ζει ένα είδος γ. βλαβερό για τη γεωργία, γιατί καταστρέφει τα τμήματα των φυτών τα οποία βρίσκονται κάτω από τη γη, όπως της πατάτας και του καρότου.
Οι γεώφιλοι είναι χερσόβια αρθρόποδα της τάξης των γεωφιλομόρφων, στους οποίους ανήκει και το εικονιζόμενο είδος himantarium.
* * *-ο(για οργανισμούς) αυτός που ζει και αναπτύσσεται μέσα στο χώμα.
Dictionary of Greek. 2013.